Όχι διότι η ποιοτική δειγματοληψία έχει ως βάση δύο βασικούς κανόνες: αυτόν της καταλληλότητας και αυτόν της επάρκειας. Δηλαδή, θα πρέπει το δείγμα να είναι το κατάλληλο ώστε να μπορεί να απαντήσει στην ερευνητική ερώτηση αλλά επίσης και θα πρέπει να είναι και επαρκές όχι σε ποσότητα αλλά στο να μπορεί να προσφέρει ποιοτικές πληροφορίες που θα συμβάλουν στο να επιτευχθεί κορεσμός, στον όγκο των πληροφοριών για το υπό έρευνα θέμα.
Πιο απλά, στην ποιοτική έρευνα το δείγμα μας δεν χρειάζεται να είναι αριθμητικά μεγάλο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αφορά διψήφιο ή ακόμη και μονοψήφιο αριθμό συμμετεχόντων. Στην ποιοτική έρευνα ένα μεγάλο αριθμητικά δείγμα δεν εξυπηρετεί τους στόχους μας. Αντιθέτως, ένα μεγάλο δείγμα συνήθως δημιουργεί προβλήματα εγκυρότητας, αφού μέσα στο μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων χάνονται αυτά τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αναζητά και προσπαθεί να κατανοήσει η ποιοτική έρευνα.
Το δείγμα μας επίσης θα πρέπει να είναι κατάλληλο. Δηλαδή να διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που ο ερευνητής θέλει να ερευνήσει, αλλά και τη θέληση να συμμετάσχει στην έρευνα μας. Αυτό το δείγμα χαρακτηρίζεται γενικά ως δείγμα σκοπιμότητας (purposive sampling). Ο ερευνητής σκόπιμα επιλέγει το δείγμα αυτό, γιατί πιστεύει ότι το δείγμα αυτό έχει τη γνώση (τις πληροφορίες, εμπειρίες), τα χαρακτηριστικά και τη θέληση να του δώσει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις στην ερευνητική του ερώτηση. Έτσι λοιπόν, το δείγμα δεν επιλέγεται με βάση αντικειμενικές και τυχαίες τεχνικές, αλλά με βάση την υποκειμενική αυτή γνώση ή γνώμη του ερευνητή για τα χαρακτηριστικά του δείγματος.